- ήσκιος
- ο1. η σκιά, το σκοτεινό είδωλο αδιαφανούς σώματος το οποίο σχηματίζεται στο έδαφος ή σε άλλη επιφάνεια σε αντίθετη διεύθυνση από αυτήν που φωτίζεται2. συνεκδ. ο σκιαζόμενος τόπος, το ήσκιωμα3. μτφ. είδωλο φανταστικών πραγμάτων που δεν έχουν υλική υπόσταση («ήσκιος τής αγάπης»)4. σκιώδης ύπαρξη, υπερφυσικό ον, φάντασμα, αερικό5. αόριστη, ακαθόριστη, νεφελώδης επιδίωξη, το ονειροπόλημα.6. το φάντασμα τής ψυχής πεθαμένου («ήσκιοι τριγυρνούν τη νύχτα στα χαλάσματα»)7. μτφ. η ψυχική δύναμη που υπάρχει σε κάθε άτομο και επιδρά θετικά ή αρνητικά στη διάθεση ή στην τύχη άλλων ατόμων («αυτός ο άνθρωπος έχει κακό ήσκιο»)8. το εφιαλτικό όνειρο, ο βραχνάς («υποφέρω τη νύχτα από ήσκιους»)9. φρ. «τρέμει τον ήσκιο του» — είναι υπερβολικά δειλός.[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. σκιά- το η- από την επίδραση τού ήλιος. Κατ' άλλη άποψη, η λ. προέρχεται από το ήσκια (< η σκιά, οπότε είναι σύνθετο εκ συναρπαγής) με επίδραση πάλι τού ήλιος. Η γραφή τής λ. με ι-(ίσκιος) δεν δικαιολογείται ετυμολογικώς.ΠΑΡ. νεοελλ. ησκιάδα, ησκιάζω, ησκιερός, ησκιώνω.ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) νεοελλ. ησκιογλιστρώ, ησκιολούλουδο, ησκιόραμα, ησκιόφως, ησκιόφωτο].
Dictionary of Greek. 2013.